- δημιουργικώς
- επίρρ.βλ. δημιουργικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημιουργικῶς — δημιουργικός of a craftsman adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργικός — ή, ό (AM δημιουργικός, ή, όν) [δημιουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δημιουργό νεοελλ. ο ικανός να δημιουργεί («δημιουργική φαντασία», «δημιουργική ικανότητα», «δημιουργικός οίστρος») αρχ. 1. ο ικανός να δημιουργήσει κάτι εκ τού… … Dictionary of Greek